κωλύματος

κωλύματος
κωλύ̱ματος , κώλυμα
hindrance
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • παρακώλυση — η η ενέργεια τού παρακωλύω, η παρεμβολή κωλύματος, εμποδίου στην πραγματοποίηση ενός έργου ή σχεδίου, παρεμπόδιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρακωλύω. Η λ., στον λόγιο τ. παρακώλυσις, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Αιών] …   Dictionary of Greek

  • πατριαρχεύω — ΝΜ, και πατριαρχῶ, έω, Μ [πατριάρχης] είμαι πατριάρχης ή εκτελώ τα καθήκοντα τού πατριάρχη, σε περίπτωση θανάτου, απουσίας ή κωλύματος …   Dictionary of Greek

  • ακτήμονας — Εκείνος που δεν έχει κτηματική περιουσία. Η λέξη χρησιμοποιείται και γενικότερα για να υποδηλώσει τον φτωχό κάτοικο στις αγροτικές περιοχές. Νομικά, ο όρος αυτός διαμορφώθηκε με την ειδική νομοθεσία για τη διανομή της γης και την αποκατάσταση των …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Μένεμ, Κάρλος Σαούλ — (Carlos Saul Menem, Ανιγιάκο 1930 –). Αργεντινός πολιτικός, πρόεδρος της χώρας την περίοδο 1989 99. Καταγόταν από οικογένεια Σύρων μεταναστών και σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Κόρντομπα. Μετά την αποφοίτησή του το 1955, ασχολήθηκε ενεργά… …   Dictionary of Greek

  • ποινικό μητρώο — Θεσμός του ποινικού δικαίου, ο οποίος διέπεται από τα άρθρα 573 580 ΚΠΔ και από μια σειρά οργανωτικών νόμων. Στο ποινικό μητρώο καταχωρίζονται οι ποινικές καταδίκες κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση της ποινικής συμπεριφοράς του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”